Ξημέρωσε η Παρασκευή πριν τα Χριστούγεννα του 2011. Η ώρα είναι 1:34 π.μ. βάση του ρολογογιού της κουζίνας.
Ναι, απόψε μεταφέρθηκα και τρέχω σαν τρελή να κάνω κατοικίσημο το δωμάτιο του παιδιού, γιατί θα με ξεγράψει από μάνα... Είναι δυνατόν να περιμένω το κορίτσι μου και να μην έχω προετοιμαστεί, όπως άλλες φορές; Κι όμως, είναι. Τόσο εκτός μ' έχει πετάξει τελευταία η υγεία του αδελφού μου. Είμαι εδώ, αλλά, δεν είμαι...
" Εσείς πώς είστε;" με ρώτησε η νύφη μου, που συνάμα εγώ την νιώθω και αδελφή μου. Μαζί τους γνώρισα, μαζί τους αγάπησα, τους το έχω πει, το έχουν εμπεδώσει.
"Πώς να είμαστε; Παγωμένοι. Αν είστε καλά εσείς, θα είμαστε κι εμείς", της είπα.
"Σε πιστεύω", μου είπε εκείνη. "Φαίνεται απ' τα τηλεφωνήματά σου".
"Δε φαίνεται τίποτα", ήθελα να της πω, αλλά, τι σημασία έχει.
Σημασία έχει ότι σήμερα βγήκε, είναι στο σπίτι του και δεν πονάει πολύ. Σημασία έχει ότι βρέχει καταρακτωδώς έξω, ο ήχος του τσίγκου με ταξιδεύει, σημασία έχει ότι βρέχει όλη μέρα, δεν το άντεξα και πήρα τους δρόμους.
"Μα, βρέχει! Θα γίνεις μούσκεμα! Να σε πάω εγώ!"
"Άσε με να βραχώ, τον παρακάλεσα, ενώ εκείνος ήδη ετοιμαζόταν, "κι όταν τελειώσω τις δουλειές μου, θα σου τηλεφωνήσω να με μαζέψεις... Μάλλον θα περάσω κι εδώ παρακάτω απ' το πάρκο, απ' το Πολιτιστικό Κέντρο, να δω αν ετοίμασαν μια έκθεση ζωγραφικής, γιατί μπορεί να την χάσω..."
Πήρα λεοφωρεία, περπάτησα, βράχηκα, κατέβηκα κέντρο, γύρισα στη γειτονιά μου. Κατέβηκα σε στάση που ήξερα, μα μου είχε ξεφύγει στο μέτρημα.
"Δεν το φανταζόμουνα ότι έχει τρεις στάσεις αυτός ο μικρός δρόμος", είπα στον οδηγό, κι εκείνος μου απάντησε "μικρός φαίνεται στο μάτι, μα είναι μεγάλος!"
Πόσο μεγάλος είναι, το ξέρω καλά. Έχω μετρήσει τα βήματα, χρόνια τώρα. Οι στάσεις μου ξέφυγαν, όπως κι οι φίλοι.
Τα πολυλογώ. Κακώς. Δεν έχω χρόνο. 1:53.
Έφτασα εκεί, ερημιά, μα και φως, ανάμεσα στα σκοτάδια. Ήμουνα κοντά στο "είδα φως και μπήκα", σα ζητιάνα, σα να γύριζα από προπόνηση στη βροχή, μα δεν με πείραζε. Εκεί στο φως, άστραφταν οι πίνακες σαν διαμάντια και με τύφλωσαν!
Χαρά! Συγκίνηση! Τους είχαν κρεμάσει!
Μια κυρία, κάθεται. Αρπάζω την ευκαιρία. Μπαίνω. Παραμιλάω: "Θεέ μου! Τι τύχη! Τους κρέμασαν!" Με κοίταζε η γυναίκα!
Τι να κάνει;
Μου χαμογέλασε, της χαμογέλασα, της ζήτησα την άδεια να δω.
"Ευχαρίστως" μου είπε εκείνη, συν ότι "η εκδήλωση ζωγραφισμένης ποίησης έγινε το προηγούμενο Σάββατο", συν, ότι "έπρεπε να τους δω γρήγορα, γιατί σε λίγο στον χώρο θα γίνονταν Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση"!
(ΣΟΚ! Εδώ είχα γράψει καναδυο σελίδες, χθες! Χάθηκαν! Έσκασα! Τώρα, τι να συμπληρώσω; Ξέχνα το, Κατειρήνα! Αρκεί που υπάρχουν τα βιντεάκια! Θα βρεθεί ο χρόνος, στο μέλλον... που θα γράψω περισσότερα πάλι και ίσως καλύτερα!)
Κάπου εκεί κυμαίνονταν ο τίτλος της ανάρτησης: "Κέρδισα ότι έχασα ή ότι μου έπρεπε..."
Και στις ετικέτες είχα γράψει: "Στιγμάρες"!
Γι' αυτό ο μπλόγγερ κλώτσησε...
Ναι, απόψε μεταφέρθηκα και τρέχω σαν τρελή να κάνω κατοικίσημο το δωμάτιο του παιδιού, γιατί θα με ξεγράψει από μάνα... Είναι δυνατόν να περιμένω το κορίτσι μου και να μην έχω προετοιμαστεί, όπως άλλες φορές; Κι όμως, είναι. Τόσο εκτός μ' έχει πετάξει τελευταία η υγεία του αδελφού μου. Είμαι εδώ, αλλά, δεν είμαι...
" Εσείς πώς είστε;" με ρώτησε η νύφη μου, που συνάμα εγώ την νιώθω και αδελφή μου. Μαζί τους γνώρισα, μαζί τους αγάπησα, τους το έχω πει, το έχουν εμπεδώσει.
"Πώς να είμαστε; Παγωμένοι. Αν είστε καλά εσείς, θα είμαστε κι εμείς", της είπα.
"Σε πιστεύω", μου είπε εκείνη. "Φαίνεται απ' τα τηλεφωνήματά σου".
"Δε φαίνεται τίποτα", ήθελα να της πω, αλλά, τι σημασία έχει.
Σημασία έχει ότι σήμερα βγήκε, είναι στο σπίτι του και δεν πονάει πολύ. Σημασία έχει ότι βρέχει καταρακτωδώς έξω, ο ήχος του τσίγκου με ταξιδεύει, σημασία έχει ότι βρέχει όλη μέρα, δεν το άντεξα και πήρα τους δρόμους.
"Μα, βρέχει! Θα γίνεις μούσκεμα! Να σε πάω εγώ!"
"Άσε με να βραχώ, τον παρακάλεσα, ενώ εκείνος ήδη ετοιμαζόταν, "κι όταν τελειώσω τις δουλειές μου, θα σου τηλεφωνήσω να με μαζέψεις... Μάλλον θα περάσω κι εδώ παρακάτω απ' το πάρκο, απ' το Πολιτιστικό Κέντρο, να δω αν ετοίμασαν μια έκθεση ζωγραφικής, γιατί μπορεί να την χάσω..."
Πήρα λεοφωρεία, περπάτησα, βράχηκα, κατέβηκα κέντρο, γύρισα στη γειτονιά μου. Κατέβηκα σε στάση που ήξερα, μα μου είχε ξεφύγει στο μέτρημα.
"Δεν το φανταζόμουνα ότι έχει τρεις στάσεις αυτός ο μικρός δρόμος", είπα στον οδηγό, κι εκείνος μου απάντησε "μικρός φαίνεται στο μάτι, μα είναι μεγάλος!"
Πόσο μεγάλος είναι, το ξέρω καλά. Έχω μετρήσει τα βήματα, χρόνια τώρα. Οι στάσεις μου ξέφυγαν, όπως κι οι φίλοι.
Τα πολυλογώ. Κακώς. Δεν έχω χρόνο. 1:53.
Έφτασα εκεί, ερημιά, μα και φως, ανάμεσα στα σκοτάδια. Ήμουνα κοντά στο "είδα φως και μπήκα", σα ζητιάνα, σα να γύριζα από προπόνηση στη βροχή, μα δεν με πείραζε. Εκεί στο φως, άστραφταν οι πίνακες σαν διαμάντια και με τύφλωσαν!
Χαρά! Συγκίνηση! Τους είχαν κρεμάσει!
Μια κυρία, κάθεται. Αρπάζω την ευκαιρία. Μπαίνω. Παραμιλάω: "Θεέ μου! Τι τύχη! Τους κρέμασαν!" Με κοίταζε η γυναίκα!
Τι να κάνει;
Μου χαμογέλασε, της χαμογέλασα, της ζήτησα την άδεια να δω.
"Ευχαρίστως" μου είπε εκείνη, συν ότι "η εκδήλωση ζωγραφισμένης ποίησης έγινε το προηγούμενο Σάββατο", συν, ότι "έπρεπε να τους δω γρήγορα, γιατί σε λίγο στον χώρο θα γίνονταν Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση"!
(ΣΟΚ! Εδώ είχα γράψει καναδυο σελίδες, χθες! Χάθηκαν! Έσκασα! Τώρα, τι να συμπληρώσω; Ξέχνα το, Κατειρήνα! Αρκεί που υπάρχουν τα βιντεάκια! Θα βρεθεί ο χρόνος, στο μέλλον... που θα γράψω περισσότερα πάλι και ίσως καλύτερα!)
Κάπου εκεί κυμαίνονταν ο τίτλος της ανάρτησης: "Κέρδισα ότι έχασα ή ότι μου έπρεπε..."
Και στις ετικέτες είχα γράψει: "Στιγμάρες"!
Γι' αυτό ο μπλόγγερ κλώτσησε...